- μαγνητοσκοπώ
- μαγνητοσκοπώ, μαγνητοσκόπησα βλ. πίν. 73
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
μαγνητοσκοπώ — εγγράφω με τη χρησιμοποίηση μαγνητοσκοπίου εικόνες και ήχους τηλεόρασης σε μαγνητική ταινία. [ΕΤΥΜΟΛ. < μαγνήτης + σκοπώ (< σκοπός) πρβλ. αστερο σκοπώ, βολιδο σκοπώ] … Dictionary of Greek
μαγνητοσκοπώ — ( είς, εί κτλ.), μαγνητοσκόπησα, μαγνητοσκοπήθηκα, μαγνητοσκοπημένος, καταγράφω δεδομένα ήχου και εικόνας σε μαγνητοταινία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μαγνήτης — Έτσι ορίζεται οποιοδήποτε σώμα ικανό να έλκει σιδηρομαγνητικά υλικά. Η ιδιαίτερη συμπεριφορά των φυσικών μαγνητικών υλικών (Fe3O4) ήταν γνωστή από τα αρχαιότατα χρόνια και οι Κινέζοι χρησιμοποιούσαν ήδη από τα προχριστιανικά χρόνια την ιδιότητα… … Dictionary of Greek
μαγνητοσκόπηση — η [μαγνητοσκοπώ] η εγγραφή εικόνων τηλεόρασης σε μαγνητική ταινία με τη χρησιμοποίηση μαγνητοσκοπίου, βίντεο … Dictionary of Greek
μαγνητοσκόπιο — το [μαγνητοσκοπώ] συσκευή εγγραφής και αναπαραγωγής εικόνων και ήχων τηλεόρασης σε μαγνητική ταινία, βίντεο … Dictionary of Greek